ανάλογος

ανάλογος
-η, -ο (Α ἀνάλογος, -ον)
1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος
2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο
το μερίδιο (λογαριασμού, κληρονομιάς κ.λπ.) που αναλογεί στον καθένα, μερτικό
(το ουδ. ως επίρρ.) ανάλογον
αναλογικά, κατ' αναλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + λόγος.
ΠΑΡ. αναλογία, αναλογιστικός, αναλογώ
νεοελλ.
αναλογίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνάλογος — according to a due masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλογος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει αναλογία με κάτι, αντίστοιχος, συμμετρικός: Τα έξοδά του δεν είναι ανάλογα με τα έσοδά του. 2. (μαθημ.), «ποσά ανάλογα» λέγονται εκείνα στα οποία ο πολλαπλασιασμός του ενός με κάποιον αριθμό συνεπάγεται τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλογώτερον — ἀνάλογος according to a due masc acc comp sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc comp sg ἀνάλογος according to a due adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογώτατον — ἀνάλογος according to a due masc acc superl sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλόγως — ἀνάλογος according to a due adverbial ἀνάλογος according to a due masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάλογον — ἀνάλογος according to a due masc/fem acc sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλογίζω — [ανάλογος] 1. κάνω κάτι ανάλογο προς κάτι άλλο 2. διανέμω, μοιράζω κατ αναλογία …   Dictionary of Greek

  • ἀναλογωτάτην — ἀνάλογος according to a due fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογωτάτου — ἀνάλογος according to a due masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογωτέρως — ἀνάλογος according to a due masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”